- αντιαθλητικός
- -ή, -όαυτός που είναι εναντίον του αθλητισμού, που δεν ταιριάζει σε αθλητή: Αποβλήθηκε για αντιαθλητική ενέργεια.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.